ν είσαι θεατής που δεν έχει ξαναδεί την «Αντιγόνη» στο θέατρο ή θυμάται μόνο σε γενικές γραμμές τι συμβαίνει στην τραγωδία του Σοφοκλή, η παράσταση του Ούλριχ Ράσε στην Επίδαυρο θα σε αφήσει αβοήθητο.
Κατακερματισμένος λόγος, τόσο διαφορετικά επιτονισμένος –για να συντονίζεται με την κίνηση των σωμάτων– που καταλήγει ένα συνονθύλευμα (ωραίων) λέξεων σε μια «άγνωστη» γλώσσα. Πώς γίνεται μια σκηνική/σκηνοθετική άποψη που αποθεώνεται στην πρώτη της εμφάνιση στο Φεστιβάλ, το 2022, με τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, στην επόμενη να μοιάζει άστοχη και ξένη;
Στη φετινή παραγωγή (σύμπραξη του Εθνικού Θεάτρου και του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου), που παρουσιάστηκε (27-29 Ιουνίου) με έναν διαλεχτό θίασο (Γιώργος Γάλλος, Κόρα Καρβούνη, Θάνος Τοκάκης, Δημήτρης Καπουράνης, με τη Φιλαρέτη Κομνηνού ως Τειρεσία), σε μια δοκιμασμένη και επαινεμένη μετάφραση (Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος), υπήρχε μια εμφανής αμηχανία. Η «συνταγή», τόσο ταιριαστή στον «Αγαμέμνονα» με Γερμανούς ηθοποιούς, γιατί άραγε αποδείχθηκε τόσο λάθος στην «Αντιγόνη» με Ελληνες ομοτέχνους τους; Ξεκαθαρίζοντας, ευθύς εξαρχής, ότι το πρόβλημα δεν ήταν στις ερμηνείες – τα μικρόφωνα-ψείρες στα πρόσωπα των ηθοποιών εμφάνισαν πολλά τεχνικά προβλήματα στην πρεμιέρα της Παρασκευής, επιδεινώνοντας τη συνθήκη.
Πρώτα, η «συνταγή»: μια περιστρεφόμενη πλατφόρμα καλύπτει την ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου, που γυρίζει, αργά, ασταμάτητα· πάνω της οι ηθοποιοί πορεύονται διαρκώς σε διάφορους σχηματισμούς, ως ένας ενιαίος Χορός, με τον ίδιο βηματισμό, πειθαρχημένα, εκφέροντας ρυθμικά το κείμενο. Αυτή η χορογραφημένη παρτιτούρα, με ζωντανή ορχήστρα να αποδίδει την πρωτότυπη μουσική σύνθεση, η οποία συντονίζει και κατευθύνει τη θεατρική λειτουργία, ηλέκτριζε, με την ένταση, το τέμπο, τη σύνθετη και ταυτόχρονα πρωτογενή γλώσσα που χρησιμοποιούσε.
«Ηλέκτριζε», την πρώτη φορά, πριν από τρία χρόνια, δημιουργώντας ένα τοπίο αποκαλυπτικό, γήινο και ταυτόχρονα μεταφυσικό. Η ίδια περιδίνηση στα ανθρώπινα πάθη, φέτος, έμοιαζε απλώς, βασανιστικά, επαναλαμβανόμενη. Λες και η αργή εκφορά του λόγου –σχεδόν συλλαβιστά– δεν συντονιζόταν με την κίνηση, σε ένα σύνολο ενιαίο και δονούμενο. Το κείμενο ηχούσε στομφώδες, συναισθηματικά υπερχειλίζον, βέκιο· η κίνηση μέσα στα σι-θρου κοστούμια του Χορού (αστοχία υλικού, θα λέγαμε) δεν «έδενε» με τον στίχο.
Η αργή εκφορά του λόγου –σχεδόν συλλαβιστά– δεν συντονιζόταν με την κίνηση, σε ένα σύνολο ενιαίο και δονούμενο – Το κείμενο ηχούσε στομφώδες, συναισθηματικά υπερχειλίζον, «βέκιο».
Η έναρξη ήταν εντυπωσιακή, με μια μεγάλη παύση και τον Χορό να σέρνεται πάνω στον δίσκο, μέχρις ότου ανακτήσει τον βηματισμό του. Δύο πολύ ψηλοί στύλοι που φωτίζονται με νέον –το μοναδικό σκηνικό– συμβάλλουν στην εικαστικότητα της στιγμής. Στις δυόμισι ώρες που κράτησε η παράσταση, λίγες ήταν οι σκηνές που ανέβασαν τους παλμούς των θεατών, κυκλώνοντας με την ατμόσφαιρά τους. Βοήθησαν σε αυτό ορισμένα καλά δουλεμένα χορικά και η επιτάχυνση –και του μουσικού– ήχου. Λίγες στιγμές «συναντήθηκαν» σώμα, χώρος και ρυθμός.
Η άποψη του Ράσε, εκπεφρασμένη σε συνεντεύξεις και στο σημείωμά του στο πρόγραμμα, μιλάει για την «αδιαλλαξία» της Αντιγόνης. «…Μήπως ήρθε η στιγμή να δούμε με περισσότερη νηφαλιότητα την αποστολή του Κρέοντα, την ευθύνη του να οργανώσει το κράτος, να επιβάλει τους νόμους, να προστατεύσει την κοινότητα; Ο Σοφοκλής τού δίνει επιχειρήματα με μεγάλη σαφήνεια και λογική – δεν αξίζει τουλάχιστον να τα ακούσουμε προτού τον απορρίψουμε;» γράφει.
Κρέοντας και Αντιγόνη ζουν ο καθένας στο δικό του «θάμβος», παγιδευμένοι στην «ανθρώπινη τύφλωση». Δεν «ακούν» ο ένας τον άλλον, ίσως δεν «βλέπουν» καν ο ένας τον άλλον. Στην κατά Ράσε «Αντιγόνη», έχουν απαλειφθεί οι ρόλοι της Ισμήνης (αδελφή της Αντιγόνης) και της Ευρυδίκης (σύζυγος του Κρέοντα και μητέρα του Αίμονα). Εχουν αφαιρεθεί μέρη του κειμένου που θα περίμενε κανείς να ακούσει. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι τόσο στις περικοπές όσο στην απόδοση του λόγου που διασώθηκε. Ας μείνουν, ως οδηγός, τα τελευταία λόγια του Χορού, μετά την αιματοχυσία: «Η φρόνηση εἶναι τὸ πρῶτο κι εἶναι τὸ καλύτερο γιὰ νά ‘χουμε τὴν εὔνοια τῶν οὐρανῶν. Καὶ δὲν χωράει καθόλου ἀσέβεια στοὺς θεούς. Πληρώνονται τὰ λόγια τὰ μεγάλα καὶ στοὺς ἀλαζόνες ποὺ τὰ λένε ἀνοίγουν μεγάλες πληγὲς μαθαίνοντάς τους στὰ γεράματα τὴ φρόνηση».
Από την παράσταση κρατάμε τον μόχθο και την εμφανή καταπόνηση των ηθοποιών. Κρατάμε επίσης και τον ενθουσιασμό λίγων θεατών – κυρίως όσων δεν είχαν την εμπειρία του «Αγαμέμνονα».
Η πρεμιέρα της Παρασκευής –όπως και οι δύο επόμενες μέρες– ήταν ασφυκτικά sold out. Είκοσι πέντε χιλιάδες θεατές –πολλοί ξένοι– έσπευσαν να παρακολουθήσουν μια τραγωδία δημοφιλή που διδάσκεται στα σχολεία, με στίχους συμβολικούς που συνήθως αποσπούν χειροκρότημα. Η πρώτη παράσταση των φετινών, επετειακών Επιδαυρίων (70χρονα του Φεστιβάλ) δεν δίχασε. Είχε μια ασθενική υποδοχή, ένα πολύ αδύναμο χειροκρότημα, μπόλικη αμφιθυμία και ματαίωση για όσους περίμεναν τον θρίαμβο του «Αγαμέμνονα».
